- κασκαλίζεται
- κασκαλίζεται· γαγγαλίζεται, Hsch. [full] κάσκανα, τά, (A
κάς 1
) = κασσύματα, Id. [full] κασκάνδιξ· ἡ γηθυλλίς, Id. (Redupl. and dissim. from σκάνδιξ.)
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κάς 1
) = κασσύματα, Id. [full] κασκάνδιξ· ἡ γηθυλλίς, Id. (Redupl. and dissim. from σκάνδιξ.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κασκαλίζεται — κατά σκαλίζω hoe pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)